- ασυνάντητος
- και ασυναπάντητος, -η, -οεκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσυνάντητον — ἀσυνάντητος not to be met masc/fem acc sg ἀσυνάντητος not to be met neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιασταύρωτος — η, ο 1. αυτός που δε διασταυρώνεται, ασυνάντητος: Μετά το τριακοστό χιλιόμετρο ο δρόμος είναι αδιασταύρωτος. 2. ανεξακρίβωτος: Η πληροφορία μένει ακόμη αδιασταύρωτη. 3. (για ζώα ή φυτά που ανήκουν σε διάφορα είδη) αυτός που δεν αναμείχθηκε με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)